κυλίχνη

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠλίχνη Medium diacritics: κυλίχνη Low diacritics: κυλίχνη Capitals: ΚΥΛΙΧΝΗ
Transliteration A: kylíchnē Transliteration B: kylichnē Transliteration C: kylichni Beta Code: kuli/xnh

English (LSJ)

ἡ,
A small cup, Alc.41.2, Ar.Fr.498.
II pot for medical preparations, Hsch.:—Dim. κυλίχνιον, τό, Ar.Eq.906 (spelt κυλύχνιον IG11(2).287 B53, al. (Delos, iii B.C.)):

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυλίχνη -ης, ἡ [κύλιξ] beker.

German (Pape)

ἡ, dim. zu κύλιξ, kleiner Becher, bes. Arzneibüchse, Hesych.; vgl. Ar. bei Poll. 10.88, wo Brei darin aufgetragen wird.

Russian (Dvoretsky)

κῠλίχνη:чашка, миска Arph.

Greek (Liddell-Scott)

κῠλίχνη: ἡ, μικρὰ κύλιξ, «ποτηράκι», Ἀλκαῖ. 31· ὡσαύτως, ἀγγεῖον ὀψοφόρον, πινάκιον διὰ φαγητόν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 423· κιβώτιον, Ἡσύχ.· ― ὑποκορ. κῠλίχνιον, τό, Ἀριστοφ. Ἱππ. 906· ὡσαύτως κῠλιχνίς, ίδος, ἡ, Ἀντιφ. ἐν «Τραματίᾳ» 2, Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 480F, Γαλην. Λεξ., Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κυλίχνη, ἡ (Α)
1. μικρή κύλικα
2. (κατά τον Ησύχ.) αγγείο που χρησίμευε στην παρασκευή φαρμάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλ-ιξ + υποκορ. κατάλ. -ίχνη (πρβλ. πολίχνη, σμυλίχνη)].