κυλίσκη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, Dim. of κύλιξ, D.H.2.23, Poll.6.95, 10.66:—hence Dim. κυλίσκιον, τό, Id.6.98, 10.66, cf. Ar.Ach.459 codd. (κοτυλίσκιον Ath.11.479b.)
Greek (Liddell-Scott)
κῠλίσκη: ἡ, ὑποκορ. τοῦ κύλιξ, Πολυδ. Ϛ΄, 95, Ι΄, 66, Διον. Ἁλ. 2. 23· ― ὅθεν β΄ ὑποκορ. κῠλίσκιον, τό, Πολυδ. Ϛ΄, 98· ἀναγινωσκόμενον ἄλλοτε ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 459, ἔνθα νῦν φέρεται κοτυλίσκιον, πρβλ. Ἀθήν. 419Β.
Greek Monolingual
κυλίσκη, ἡ (Α)
μικρή κύλικα, κυπελλάκι, ποτηράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλ-ιξ + υποκορ. κατάλ. -ίσκη (πρβλ. στεφανίσκη, χυτρίσκη)].
German (Pape)
ἡ, dim. von κύλιξ, Becher; ὀστράκιναι Dion.Hal. 2.23; Poll. 3.95; l.d. bei Ath. XI.481a. Vgl. κυλίχνη.