προσέλασις

From LSJ
Revision as of 14:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσέλᾰσις Medium diacritics: προσέλασις Low diacritics: προσέλασις Capitals: ΠΡΟΣΕΛΑΣΙΣ
Transliteration A: prosélasis Transliteration B: proselasis Transliteration C: proselasis Beta Code: prose/lasis

English (LSJ)

εως, ἡ, A driving up, τῶν ὄνων Plu.2.866c. II assault, τῶν κοντοφόρων D.C.40.22.

German (Pape)

[Seite 758] ἡ, das Hinzu-, Herangehen, -fahren u. dgl., Ankunft, Angriff; D. Cass. 40, 22; Plut.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de s'avancer vers.
Étymologie: προσελαύνω.

Russian (Dvoretsky)

προσέλᾰσις: εως ἡ прибытие (τῶν ὄνων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προσέλᾰσις: ἡ, τὸ ἐλαύνειν πρὸς τὰ ἐμπρός, τῶν ὄνων Πλούτ. 2. 866C. ΙΙ. ἐπίθεσις, ἔφοδος, τῶν κοντοφόρων Δίων Κ. 40. 22.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, Α προσελαύνω
1. το να οδηγεί κανείς κάποιον ή κάτι προς τα εμπρόςπροσέλασις τῶν ὄνων», Πλούτ.)
2. επίθεση, έφοδοςπροσέλασις τῶν κοντοφόρων», Δίων Κάσσ.).