ἀκροβελίς
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (ὀβελός) A point of dart, Archipp.10. II = εἶδος ἀκοντίου, Suid.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
• Prosodia: [-ῐ-]
1 punta de asador Archipp.9, cf. ἀκροβελίδες· ἄκρα τοῦ ὀβελίτου ἄρτου ἢ τῶν ὀβελίσκων Hsch.
2 cierto dardo Sud.
German (Pape)
[Seite 82] ίδος, ἡ, Spitze des Bratspießes, Archipp. B. A. 371.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροβελίς: -ίδος, ἡ, ἡ αἰχμὴ βέλους ἢ ὀβελός, «σοῦβλα». Ἄρχιππ. ἐν «Ἡρακλεῖ γαμοῦντι» 3.
Greek Monolingual
ἀκροβελίς (-ίδος), η (AM)
μσν.
1. «τὰ ἄκρα τῶν ὀβελῶν ἢ τοῦ ὀβελίου ἄρτου» (Μέγα Ετυμ.)
2. είδος ακοντίου (Σούδα)
αρχ.
η αιχμή του βέλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + ὀβελός.