περιτείχισις
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
εως, ἡ, walling round so as to blockade, circumvallation, Th.2.77, 4.131; but also for defence, π. τοῦ ἄστεος Themist.Ep.4.3.
German (Pape)
[Seite 596] ἡ, das Ummauern, Belagern durch eine Mauer, Thuc. 2, 77. 4, 131 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'entourer de fortifications.
Étymologie: περιτειχίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιτείχισις -εως, ἡ [περιτειχίζω] ommuring, belegering door middel van een muur.
Russian (Dvoretsky)
περιτείχῐσις: εως ἡ обнесение стеной, возведение стены Thuc.
Greek Monotonic
περιτείχῐσις: ἡ, περιχαράκωμα, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
περιτείχῐσις: ἡ, τὸ τειχίζειν ὁλόγυρα πρὸς ἀποκλεισμόν, ἀπόκλεισις, Θουκ. 2. 77., 4. 131, κτλ.
Middle Liddell
περιτείχῐσις, εως, [from περιτειχίζω
circumvallation, Thuc.