καταξηραίνω
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
dry up, Arist.GA772a12; θάλατταν LXX Jo.2.10:— Pass., Pl.Ti.76a, Arist.Mete.340b1.
German (Pape)
[Seite 1367] ausdörren, austrocknen; Plat. Tim. 75 e; Arist. Meteorl. 1, 3; κατεξηράνθαι S. Emp. adv. astrol. 62.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταξηραίνω [κατάξηρος] uitdrogen.
Russian (Dvoretsky)
καταξηραίνω: сушить, высушивать, pass. (inf. pf. κατεξηράνθαι) сохнуть, высыхать Plat., Arst., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
καταξηραίνω: ἐντελῶς ξηραίνω, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 30.- Παθ., Πλάτ. Τίμ. 76Α, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 18· κατεξηράνθαι Θεόφρ. κατεξηραμμένου τοῦ σώματος ὁ αὐτ.
Spanish
Greek Monolingual
και καταξεραίνω (AM καταξηραίνω)
καθιστώ κάτι εντελώς ξηρό.
Léxico de magia
producir sequía ref. a Helios σὺ εἶ ὁ βροντῶν, ὁ βρέχων καὶ ἀστράπτων κατὰ τὸν καιρὸν καὶ καταξηράνας ὡσαύτως tú eres el que truena, el que llueve, el que relampaguea en su momento y el que produce la sequía de igual forma P VII 995