παριαμβίς
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
ίδος, ἡ, air set for the harp, ὑπαυλεῖν κιθάρᾳ π. Epich. 109 (pl.), Apollod. ap. Hsch.
German (Pape)
[Seite 522] ίδος, ἡ, 1) eine Weise der Cithersänger, νόμος κιθαριστικός; Epicharm. bei Ath. IV, 183 c; Poll. 4, 66. 83; Schol. Plat. Rep. III, 133. – 2) ein Saiteninstrument, Ath. a. a. O.
Greek (Liddell-Scott)
παριαμβίς: -ίδος, ἡ, μέλος ᾀδόμενον πρὸς κιθάραν, π. ὑπᾴδειν ἐν κιθάρᾳ Ἐπίχ. 75 Ahr., πρβλ. Φώτ., Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
μέλος που άδεται με τη συνοδεία κιθάρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρίαμβος + επίθημα -ίς].