φοινικόπεδος

From LSJ
Revision as of 16:54, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑκόπεδος Medium diacritics: φοινικόπεδος Low diacritics: φοινικόπεδος Capitals: ΦΟΙΝΙΚΟΠΕΔΟΣ
Transliteration A: phoinikópedos Transliteration B: phoinikopedos Transliteration C: foinikopedos Beta Code: foiniko/pedos

English (LSJ)

ον, with red bottom or ground, of the Red Sea, φοινικόπεδόν τ' Ἐρυθρᾶς . . χεῦμα θαλάσσης A.Fr. 192 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1296] mit rothem Boden, Aesch. frg. 178 bei Strab. I, 33.

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκόπεδος: с багряной почвой или с багряным дном (Ἐρυθρᾶς χεῦμα θαλάσσης Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

φοινῑκόπεδος: -ον, ὁ ἔχων φοινικοῦ χρώματος πυθμένα, ἐπίθετον τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης, φοινικόπεδόν τ’ Ἐρυθρᾶς... χεῦμα θαλάσσης Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 192.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ως προσωνυμία της Ερυθράς Θάλασσας) αυτός που έχει πυθμένα πορφυρού χρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. βαθύπεδος, χαλκόπεδος].