ψευδοδίκταμνον
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
τό, false dittany, Ballota acetabulosa, Hp.Nat.Mul.32, Thphr.HP9.16.2, Dsc.3.32.
German (Pape)
[Seite 1394] τό, falsches, unächtes δίκταμνον, Hippocr., Diosc.
Greek Monolingual
το, και ψευδοδίκταμνος, ο, ΝΑ
είδος του φυτού βαλλωτή, κν. γνωστό σήμερα στην Κρήτη ως μαυρόμαργο ή ασπροπικροπάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + δίκταμ(ν)ον].