πρόσυλος
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
ον, (ὕλη) conjoined, connected with matter, Procl. in Cra. p.71 P., Dam.Pr.265, Eustr.in EN284.14.
German (Pape)
[Seite 784] zur Materie gehörig, ihr anhangend, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσῡλος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ὕλην, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -λως, Διον. Ἀρ.· -προσυλώδης, ες, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
1. αυτός που είναι προσκολλημένος στην ύλη, που είναι συνενωμένος με την ύλη
2. (κατ' επέκτ.) υλικός.
επίρρ...
προσύλως Α
κατά τρόπο υλικό («τῶν ποιητῶν προσύλως καὶ ἐμπαθῶς ἐναπομενόντων», Δίον. Αρεοπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -υλος (< ὕλη), πρβλ. ένυλος].