πρόσυλος

From LSJ
Revision as of 11:40, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσῡλος Medium diacritics: πρόσυλος Low diacritics: πρόσυλος Capitals: ΠΡΟΣΥΛΟΣ
Transliteration A: prósylos Transliteration B: prosylos Transliteration C: prosylos Beta Code: pro/sulos

English (LSJ)

ον, (ὕλη) conjoined, connected with matter, Procl. in Cra. p.71 P., Dam.Pr.265, Eustr.in EN284.14.

German (Pape)

[Seite 784] zur Materie gehörig, ihr anhangend, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσῡλος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ὕλην, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -λως, Διον. Ἀρ.· -προσυλώδης, ες, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που είναι προσκολλημένος στην ύλη, που είναι συνενωμένος με την ύλη
2. (κατ' επέκτ.) υλικός.
επίρρ...
προσύλως Α
κατά τρόπο υλικό («τῶν ποιητῶν προσύλως καὶ ἐμπαθῶς ἐναπομενόντων», Δίον. Αρεοπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -υλος (< ὕλη), πρβλ. ένυλος].