μακροήμερος

From LSJ
Revision as of 07:04, 15 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]\])" to "πρβλ. $2$4]")

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροήμερος Medium diacritics: μακροήμερος Low diacritics: μακροήμερος Capitals: ΜΑΚΡΟΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: makroḗmeros Transliteration B: makroēmeros Transliteration C: makroimeros Beta Code: makroh/meros

English (LSJ)

ον, long lived, ib. De.4.40, Anatol.in Cat. Cod. Astr.8(3).188, Eust.129.1: Comp., Philostr. VS 2.1.7.

Greek (Liddell-Scott)

μακροήμερος: -ον, διαρκῶν πολλὰς ἡμέρας, πανδαισίαν πολυτελῆ μακροήμερον Εὐστ. 129. 1. 2) = μακρόβιος, ὅπως μακροήμεροι γένησθε ἐπὶ τῆς Ἑβδ. (Δευτ. Δ΄, 40)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM μακροήμερος, -ον, Α και μακρήμερος, -ον)
1. μακρόβιοςὅπως μακροήμεροι γένησθε ἐπὶ τῆς γῆς», ΠΔ)
2. αυτός που διαρκεί πολλές ημέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. ολιγοήμερος].

German (Pape)

von langen Tagen, lange, Eust. 129.1.