ὑπόξανθος
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
ον, yellowish or lightish-brown, Hp.Epid.3.1.ιβ, Thphr. HP9.12.2, Dsc.1.11, Gal.6.481, etc.
German (Pape)
[Seite 1227] etwas goldgelb, Ael. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
jaunâtre, blond.
Étymologie: ὑπό, ξανθός.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόξανθος: -ον, ὀλίγον τι ξανθός, ὑποκίτρινος, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1079, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 12, 2, Διοσκ., κλπ.