γομφιασμός
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
ὁ, toothache, gnashing of teeth, toothache in the molars, setting of the teeth on edge, LXX Am.4.6.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
rechinamiento o dolor de las muelas γομφιασμὸς ὀδόντων LXX Am.4.6, Hsch.
German (Pape)
[Seite 500] ὁ, der Schmerz beim Durchbrechen der Backenzähne, LXX.
Greek Monolingual
γομφιασμός, ο (Α) γομφιάζω
1. πόνος στους γομφίους
2. τρίξιμο δοντιών.