διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Full diacritics: λεπτίον | Medium diacritics: λεπτίον | Low diacritics: λεπτίον | Capitals: ΛΕΠΤΙΟΝ |
Transliteration A: leptíon | Transliteration B: leption | Transliteration C: leption | Beta Code: lepti/on |
τό, jar (cf. λεπτός 111.3), POxy.1153.4 (i A.D.), Sammelb. 4425v7, al. (ii A.D.), BGU14 iv 18 (iii A.D.).
λεπτίον, τὸ (Α)
πιθάρι, δοχείο, σταμνί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του λεπτόν «πιθάρι, στάμνα»].