ὑποκελεύω

From LSJ
Revision as of 22:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκελεύω Medium diacritics: ὑποκελεύω Low diacritics: υποκελεύω Capitals: ΥΠΟΚΕΛΕΥΩ
Transliteration A: hypokeleúō Transliteration B: hypokeleuō Transliteration C: ypokeleyo Beta Code: u(pokeleu/w

English (LSJ)

do the duty of a boatswain, give the time in rowing, Luc.Cat.19:—hence ὑπο-κέλευσμα, ατος, τό, Sch. ad loc.

German (Pape)

[Seite 1220] (s. κελεύω), das Geschäft des κελευστής versehen, ein Schifferlied anstimmen, Luc. Cat. 19.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκελεύω: подавать (песней) такт гребцам, запевать песню гребцов Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκελεύω: ἐκτελῶ τὸ ἔργον κελευστοῦ, ᾄδω τὸ ναυτικὸν κέλευσμα, ἤτοι τὴν ᾠδὴν πρὸς ἣν κωπηλατοῦσιν οἱ ἐρέται, ἦ καὶ ὑποκελεῦσαι δεήσει; Λουκ. Κατάπλ. 19.

Greek Monolingual

ὑποκελεύω ΝΑ κελεύω
νεοελλ.
ναυτ. επαναλαμβάνω το κέλευσμα του αξιωματικού της φυλακής
αρχ.
επιτελώ το έργο του κελευστή, δηλαδή τραγουδώντας την ναυτική ωδή δίνω ρυθμό στους κωπηλάτες.