ῥαφάνινος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
η, ον, of radish, ἔλαιον Dsc.1.37, PAmh.2.93.10 (ii A.D.), Gal.11.750: ῥαφάνινον alone, PFay.240 (i B.C.).
German (Pape)
[Seite 835] von Rettig gemacht, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαφάνῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ ῥαφανίδων, ἔλαιον Διοσκ. 1. 45.
Spanish
Greek Monolingual
και ῥεφάνινος, -ίνη, -ον, Α
παρασκευασμένος από ραφανίδα («ῥαφάνινον ἔλαιον», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάφανος / ῥέφανος + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλινος)].
Léxico de magia
-ον de rábano ref. a aceite ἔλαιον καλὸν καθαρὸν ῥαφάνινον ἐπίχεε παιδὶ ἀφθόρῳ γυμναζομένῳ vierte buen aceite puro de rábanos sobre un niño puro entrenado P II 55