μελέϊνος
From LSJ
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
η, ον, ashen, IG22.1672.307, Thphr.HP5.7.8; cf. μελίϊνος, μέλινος.
German (Pape)
[Seite 121] = μελίϊνος, eschen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
μελέϊνος: -η, -ον, = μέλινος, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 8.
Greek Monolingual
μελέϊνος, -η, -ον (Α)
αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο μελίας, ο μελίινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελία «φλαμουριά», κατά το πτελέϊνος, ή από το επίθ. μελίινος με ανομοιωτική τροπή του -ι- σε -ε-].