ἰασιώνη
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
English (LSJ)
ἡ, bindweed, Convolvulus sepium, Thphr.HP1.13.2, cf. Plin.HN21.105.
German (Pape)
[Seite 1233] ἡ, eine Pflanze, eine Convolvolus-Art, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἰασιώνη: ἡ, φυτόν τι ἐκ τοῦ εἴδους convolvulus, κατά τινας ἡ ἑλξίνη ἢ κισσάμπελος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 13, 2.
Greek Monolingual
και γιασιώνη, ἡ (Α ίασιώνη)
δικότυλο αγγειόσπερμο φυτό της οικογένειας καμπανουλίδες της τάξης σύνανδρα, κομβόλβουλος, περιπλοκάδι, σκαμμωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. < ίασις. Προήλθε πιθ. λόγω της ιατρικής χρήσεως του φυτού, που μάς είναι άγνωστη. Ως επιστημονικός όρος η λ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. jasione «ιασιώνη»)].
Frisk Etymological English
Meaning: plant-name
See also: s. ἰάομαι.
Frisk Etymology German
ἰασιώνη: {iasiṓnē}
Meaning: Pflanzenname
See also: s. ἰάομαι.
Page 1,706