νηπελέω
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
English (LSJ)
to be powerless, Hp. ap. Gal.19.124: hence restored in Id.Mul.2.113; cf. κακηπελέων, εὐηπελής.
Greek (Liddell-Scott)
νηπελέω: ἀδύνατός εἰμι, ἀδυνατῶ, Ἱππ. παρὰ Γαλην. 530· πρβλ. κακηπελέω, εὐηπελής.
Greek Monolingual
νηπελέω (Α)
είμαι αδύνατος, αδυνατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + ἄπελος, τ. που σχηματίστηκε κατά το ὀλιγηπελέων].
Frisk Etymological English
Meaning: be powerless
See also: s. ὀλιγηπελέων.
Frisk Etymology German
νηπελέω: {nēpeléō}
Meaning: machtlos sein
See also: s. ὀλιγηπελέων.
Page 2,315
German (Pape)
(πέλομαι, vgl. εὐηπελέω und κακηπελέω), unvermögend, ohnmächtig sein, Hippocr. nach Galen., der ἀδυνατέω erkl.