ἀποτιστέον
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
(better ἀποτειστέον), one must pay, ζημίαν X.Lac.9.5, cf. PTeb.71, Aristid.Or.46(3).2.
Spanish (DGE)
hay que pagar ζημίαν X.Lac.9.5, διπλὴν ἔκτισιν Aristid.Or.46.2.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτιστέον: adj. verb. к ἀποτίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτιστέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀποτίσῃ, νὰ πληρώσῃ, καὶ ἅμα τούτου ζημίαν ἀποτιστέον Ξεν. Λακ. 9. 5.
Greek Monotonic
ἀποτιστέον: ρημ. επίθ. του ἀποτίνω, αυτό που πρέπει κάποιος να πληρώσει ως εξιλέωση, σε Ξεν.