ποτέρωθεν
From LSJ
ἡ Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech
English (LSJ)
Adv., (πότερος) from which of two quarters, Arist. Mete.361a25.
Russian (Dvoretsky)
ποτέρωθεν: adv. с которой из обеих сторон Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ποτέρωθεν: Ἐπίρρ., ἐκ τίνος τῶν δύο μερῶν; Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 19.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. από ποιον από τους δύο;
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτέρως + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. εκατέρωθεν)].