ἡλιώδης

From LSJ
Revision as of 20:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλῐώδης Medium diacritics: ἡλιώδης Low diacritics: ηλιώδης Capitals: ΗΛΙΩΔΗΣ
Transliteration A: hēliṓdēs Transliteration B: hēliōdēs Transliteration C: iliodis Beta Code: h(liw/dhs

English (LSJ)

ες, = ἡλιοειδής, εἴδωλον Chaerem.14.14; μῆλα Philostr. Im.1.6; κόμη Anon. ap. Eust.432.26.

German (Pape)

[Seite 1163] ες, = ἡλιοειδής, κόμη, Eust.

Russian (Dvoretsky)

ἡλιώδης: Arst. = ἡλιοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιώδης: -ες, = ἡλιοειδής, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608C.

Greek Monolingual

ἡλιώδης, -ες (Α)
αυτός που μοιάζει με τον ήλιο, ο ηλιοειδής («μῆλα ἡλιώδη, Φιλόστρ.).
επίρρ...
ἡλιωδῶς (Μ)
κατά την ομοιότητα του ήλιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο)- + κατάλ. -ωδης (πρβλ. ακανθώδης, κυματώδης)].