καρποποιός
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
όν, making fruit, of Demeter, E.Rh.964:— later καρπο-ποιητικός Phlp.in GA193.21.
German (Pape)
[Seite 1328] Frucht hervorbringend, Demeter, Eur. Rhes. 964.
Russian (Dvoretsky)
καρποποιός: производящий плоды (Δημήτηρ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
καρποποιός: -όν, ἐπὶ τῆς Δήμητρος, ἡ ποιοῦσα, παράγουσα καρπόν, Εὐρ. Ρῆσ. 964.
Greek Monolingual
καρποποιός, -όν (Α) αυτός που συντελεί στην παραγωγή καρπών («τῆς καρποποιοῦ παῑδα Δήμητρος θεᾱς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ειδοποιός, ηθοποιός.