συλλήπτρια

From LSJ
Revision as of 15:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλήπτρια Medium diacritics: συλλήπτρια Low diacritics: συλλήπτρια Capitals: ΣΥΛΛΗΠΤΡΙΑ
Transliteration A: syllḗptria Transliteration B: syllēptria Transliteration C: sylliptria Beta Code: sullh/ptria

English (LSJ)

ἡ, fem. of sq., Ar.Fr.864 (cf. συλλῄστρια), X.Mem. 2.1.32, Iamb.Comm.Math.7.

German (Pape)

[Seite 976] ἡ, = συλλήπτειρα, Xen. Mem. 2, 1, 32.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fém. c. συλλήπτωρ.

Russian (Dvoretsky)

συλλήπτρια:помощница (τῶν πόνων Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

συλλήπτρια: ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ., Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 32.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
βλ. συλλήπτωρ.

Greek Monotonic

συλλήπτρια: ἡ, θηλ. του επομ., σε Ξεν.