κλεπτοσύνη

From LSJ
Revision as of 08:06, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεπτοσύνη Medium diacritics: κλεπτοσύνη Low diacritics: κλεπτοσύνη Capitals: ΚΛΕΠΤΟΣΥΝΗ
Transliteration A: kleptosýnē Transliteration B: kleptosynē Transliteration C: kleptosyni Beta Code: kleptosu/nh

English (LSJ)

ἡ, thievishness, knavery, Od.19.396, Man.6.207: in Prose, κ. καὶ ἐπιορκία Phld.Piet.37.

German (Pape)

[Seite 1449] ἡ, Kunst zu stehlen u. zu betrügen, übh. List u. Verschlagenheit; von Autolycus ὃς ἀνθρώπους ἐκέκαστο κλεπτοσύνῃ θ' ὅρκῳ τε Od. 19, 396; op. D., wie Han. 6, 207.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
habitude de voler ; fourberie.
Étymologie: κλέπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλεπτοσύνη -ης, ἡ [κλέπτω] bedriegerij.

Russian (Dvoretsky)

κλεπτοσύνη: (ῠ) ἡ вороватость, плутни Hom.

Greek (Liddell-Scott)

κλεπτοσύνη: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ κλέπτειν καὶ ἀπατᾶν, δόλος, πανουργία, ἀπιστία, Ὀδ. Τ. 396, Μανέθων 6. 207.

English (Autenrieth)

thieving, trickery, Od. 19.396†.

Greek Monolingual

κλεπτοσύνη, ἡ (Α) κλέπτης
1. η τέχνη της κλοπής και της απάτης
2. η πανουργία, ο δόλος, η απιστία («ὅς ἀνθρώπους ἐκέκαστο κλεπτοσύνη», Ομ. Οδ.).