στοΐδιον

Revision as of 08:20, 21 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ".[[" to ". [[")

English (LSJ)

τό, Dim. of στοά, IG11(2).146 A 69 (Delos, iv B.C.), Str. 9.1.15: cf. στῴδιον.

German (Pape)

[Seite 945] τὁ, dim. von στοά, s. Lob. Phryn. 88.

Greek (Liddell-Scott)

στοΐδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στοά, Στράβ. 396· ἀλλ’ ἴδε ἐν λ. στῴδιον.

Greek Monolingual

και στωΐδιον ή στῴδιον, τὸ, Α στοά / στωϊά]
1. υποκορ. μικρή στοά
2. είδος στέγης για την προφύλαξη τών πολιορκητών.