στοΐδιον
English (LSJ)
τό, Dim. of στοά, IG11(2).146 A 69 (Delos, iv B.C.), Str. 9.1.15: cf. στῴδιον.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
στοΐδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στοά, Στράβ. 396· ἀλλ’ ἴδε ἐν λ. στῴδιον.
Greek Monolingual
και στωΐδιον ή στῴδιον, τὸ, Α στοά / στωϊά]
1. υποκορ. μικρή στοά
2. είδος στέγης για την προφύλαξη τών πολιορκητών.