στρογγυλόκαυλος
From LSJ
English (LSJ)
ον, with a round stalk, Thphr.HP7.4.5.
German (Pape)
[Seite 955] mit rundem Stengel, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
στρογγῠλόκαυλος: -ον, ὁ ἔχων στρογγύλον καυλὸν (κοτσάνι), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 4, 5.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει στρογγυλό καυλό, στρογγυλό κοτσάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + καυλός (πρβλ. μεγαλόκαυλος)].