δυσαισθησία
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
ἡ, low degree of sensibility, Ti. Locr.102e, Gal.7.55 (pl.), prob. in Phld.Piet.67.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
dificultad de sentircomo enfermedad del alma sensitiva, Ti.Locr.102e
•en sent. fís. insensibilidad ἡ ἐν τοῖς δακτύλοις δ. Gal.2.344, δυσαισθησίας μὲν ἁπάσας τὰς μοχθηρὰς αἰσθήσεις Gal.7.56, cf. 753, 8.71
•fig. falta de sensibilidad o sentido común συγγνοίη τις [ἂν] ... [πολ] λὴν δυσαισθη[σίαν] τοῖς κατηγοροῦσιν Phld.Piet.1170.
German (Pape)
[Seite 675] ἡ, Unempfindlichkeit; Tim. Locr. 102 e; Sp. auch = Stumpfsinn.
Russian (Dvoretsky)
δυσαισθησία: ἡ нечувствительность, бесчувственность Plat.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαισθησία: ἡ, ἀναισθησία, Τίμ. Λοκρ. 102Ε.
Greek Monolingual
η (Α δυσαισθησία)
νεοελλ.
ιατρ. διαταραχή του νευρικού συστήματος κατά την οποία αισθάνεται κανείς περισσότερο ή λιγότερο από το κανονικό
αρχ.
μείωση της ικανότητας τών αισθητηρίων οργάνων.