καταθνητός

From LSJ
Revision as of 18:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταθνητός Medium diacritics: καταθνητός Low diacritics: καταθνητός Capitals: ΚΑΤΑΘΝΗΤΟΣ
Transliteration A: katathnētós Transliteration B: katathnētos Transliteration C: katathnitos Beta Code: kataqnhto/s

English (LSJ)

ή, όν, mortal, Il.5.402, h.Ap.464, etc.: fem., h.Ven. 39, 50.

German (Pape)

[Seite 1349] = simplex, sterblich; οὐ μὲν γάρ τι καταθνητός γ' ἐτέτυκτο Il. 5, 402; καταθνητοὶ ἄνθρωποι; das fem., καταθνητῇσι γυναιξίν, H. h. Ven. 39. 50; den falschen Accent κατάθνητος, Il. 5, 901, den Wolf u. Spitzner stehen ließen, hat Bekker berichtigt.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mortel, périssable.
Étymologie: καταθνῄσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταθνητός -ή -όν [καταθνῄσκω] sterfelijk.

Russian (Dvoretsky)

καταθνητός: подвластный смерти, смертный (ἄνθρωποι Hom.; γυναῖκες HH).

Greek (Liddell-Scott)

καταθνητός: -ή, -όν, θνητός, Ἰλ. Ε. 402, κτλ.· τὸ θηλ. ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 39, 50.

English (Autenrieth)

mortal.

Greek Monolingual

καταθνητός, -ή, -όν (Α) καταθνήσκω
θνητός.

Greek Monotonic

καταθνητός: -ή, -όν, θνητός, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

κατα-θνητός, ή, όν
mortal, Il.