πλαγιόκαρπος

From LSJ
Revision as of 15:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰγιόκαρπος Medium diacritics: πλαγιόκαρπος Low diacritics: πλαγιόκαρπος Capitals: ΠΛΑΓΙΟΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: plagiókarpos Transliteration B: plagiokarpos Transliteration C: plagiokarpos Beta Code: plagio/karpos

English (LSJ)

ον, having fruit at the sides, Thphr. HP1.14.2,3.18.12.

German (Pape)

[Seite 623] mit Früchten auf den Seiten, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰγιόκαρπος: -ον, ὁ ἔχων καρπὸν κατὰ τὰ πλάγια, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 14, 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για φυτό) αυτός που έχει καρπό στα πλάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + καρπός (πρβλ. λεπτό-καρπος, ολιγό-καρπος)].