πλαγιόκαρπος
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
ον, having fruit at the sides, Thphr. HP1.14.2,3.18.12.
German (Pape)
[Seite 623] mit Früchten auf den Seiten, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰγιόκαρπος: -ον, ὁ ἔχων καρπὸν κατὰ τὰ πλάγια, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 14, 2.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για φυτό) αυτός που έχει καρπό στα πλάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + καρπός (πρβλ. λεπτό-καρπος, ολιγό-καρπος)].