καλλιέρημα
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
ατος, τό, auspicious sacrifice, Hsch., EM487.14.
German (Pape)
[Seite 1309] τό, Opfer mit guter Vorbedeutung, θυσία εὐπρόσδεκτος VLL.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιέρημα: τό, εὐοίωνος θυσία, «θυσία εὐπρόσδεκτος» Ἡσύχ.· - προσέτι καλλιέρησις, εως, ἡ, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν, CIA. I. 55.
Greek Monolingual
καλλιέρημα, τὸ (AM) καλλιερώ
ευπρόσδεκτη θυσία.