σκολιόφρων
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ονος, (φρήν) of crooked mind, Hp.Ep.17; cf. σκολιόβουλος.
German (Pape)
[Seite 902] ὁ, ἡ, krummes, tückisches Sinnes; Schol. Pind. I. 3, 7; Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
σκολιόφρων: -ον, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ σκολιὸς τὰς φρένας, τὸν νοῦν, Ἱππ. 1283. 35, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 8. 128, κτλ.· πρβλ. σκολιόβουλος.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που κάνει διεστραμμένες σκέψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «διεστραμμένος» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ποικιλόφρων].