σταχυητόμος
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
ον, cutting ears of corn, reaping, ὅπλον AP6.95 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 931] Aehren schneidend, ὅπλον, heißt die Sichel, Antiphil. 4 (VI, 95).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui coupe des épis.
Étymologie: στάχυς, τέμνω.
Russian (Dvoretsky)
στᾰχυητόμος: срезающий колосья, жатвенный (ὅπλον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
στᾰχυητόμος: -ον, ὁ κόπτων στάχυας σίτου, θερίζων, ὅπλον Ἀνθ. Π. 6. 95. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 319.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. σταχυοτόμος.
Greek Monotonic
στᾰχυητόμος: -ον (τέμνω), αυτός που κόβει στάχυα σιταριού, θεριστικός, σε Ανθ.