συνάθροισμα
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
ατος, τό, assemblage, Apollon.Lex. s.v. ἀγορά.
German (Pape)
[Seite 997] τό, das Gesammelte, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνάθροισμα: τό, συνάθροισις, Ἀπολλ. Λεξικ. Ὁμηρ. ἐν λ. ἀγορά· συνάθροισμα τῶν Ἰουδαίων, συνέλευσις, συμβούλιον, Ἀθαν. τ. 2, σ. 224Β.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ συναθροίζω
1. συνάθροιση, συγκέντρωση
2. συνέλευση («τὸ ἄδικον τοῦ παρανόμου συναθροίσματος τῶν Ἰουδαίων», Αθανάσ.).