διφθέρινος

From LSJ
Revision as of 11:40, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διφθέρινος Medium diacritics: διφθέρινος Low diacritics: διφθέρινος Capitals: ΔΙΦΘΕΡΙΝΟΣ
Transliteration A: diphthérinos Transliteration B: diphtherinos Transliteration C: diftherinos Beta Code: difqe/rinos

English (LSJ)

η, ον, of tanned leather, σχεδίαι X.An.2.4.28; πλοῖα Str. 3.3.7.

Spanish (DGE)

-η, -ον
de piel curtida σχεδίαι X.An.2.4.28, πλοῖα Str.3.3.7.

German (Pape)

[Seite 645] von Fellen, ledern; σχεδίαι Xen. An. 2, 4, 28; πλοῖα Strab. 3, 3, 7.

French (Bailly abrégé)

η, ου;
de peau, de cuir.
Étymologie: διφθέρα.

Russian (Dvoretsky)

διφθέρινος: сделанный из кож или шкур, кожаный (σχεδίαι Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

διφθέρινος: -η, -ον, ἐκ κατειργασμένου δέρματος κατεσκευασμένος, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 28, Στράβων 155.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α διφθέρινος, -η, -ον)
ο κατασκευασμένος από διφθέρα, δερμάτινος.

Greek Monotonic

διφθέρινος: -η, -ον, κατασκευασμένος από κατεργασμένο δέρμα, σε Ξεν.

Middle Liddell

διφθέρινος, η, ον adj [from διφθέρα
of tanned leather, Xen.

English (Woodhouse)

of dressed leather

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)