ἐλαττονότης
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
ητος, ἡ, being less, opp. μειζονότης, Iamb.in Nic.p.33 P.
German (Pape)
[Seite 790] ητος, ἡ, das Kleiner-, Wenigersein, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαττονότης: ἡ, τὸ ἀφῃρημένον τοῦ ἐλάττων, ἀντίθετον τῷ μειζονότης, Ἰάμβλ. περὶ τῆς Νικομάχου Ἀριθμ. Εἰσαγ. σ. 45.
Greek Monolingual
ἐλαττονότης, η (Α)
το να είναι κάτι έλασσον, λιγότερο ή μικρότερο από κάτι άλλο.