πικρόκαρπος
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ον, bearing bitter fruit, ἀνδροκτασία ib.693 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 614] von, mit bitterer Frucht, übertr., ἀνδροκτασία, Aesch. Spt. 675.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux fruits amers.
Étymologie: πικρός, καρπός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πικρόκαρπος -ον [πικρός, καρπός] met bittere vrucht.
Russian (Dvoretsky)
πικρόκαρπος: приносящий горькие плоды, имеющий горькие последствия (ἀνδροκτασία Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
πικρόκαρπος: -ον, ὁ φέρων πικρὸν καρπόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 693, Μανασσ. Χρον. 4317.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που παράγει πικρούς καρπούς.
Greek Monotonic
πικρόκαρπος: -ον, αυτός που φέρει πικρούς καρπούς, σε Αισχύλ.