γαλακτοῦχος

From LSJ
Revision as of 21:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλακτοῦχος Medium diacritics: γαλακτοῦχος Low diacritics: γαλακτούχος Capitals: ΓΑΛΑΚΤΟΥΧΟΣ
Transliteration A: galaktoûchos Transliteration B: galaktouchos Transliteration C: galaktoychos Beta Code: galaktou=xos

English (LSJ)

ον, (ἔχω) having or sucking milk, Poll.3.50.

German (Pape)

[Seite 471] Milch habend, säugend, Poll. 3, 50.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων γάλα, ὁ γάλακτι τρέφων, Πολυδ. Γ΄, 50.

Greek Monolingual

-ο (Α γαλακτοῦχος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που περιέχει γάλα
αρχ.
(για μητέρα ή τροφό) αυτή που έχει γάλα για να θηλάσει το νεογνό της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα(-κτος) + -ουχος < έχω].