ἱμαντομάχος
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
[μᾰ], ον, fighting with the caestus, Orac.in Tz.H.7.422.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμαντομάχος: -ον, ὁ μὲ ἱμάντας (λωρία) μαχόμενος (πυκτεύων), Χρησμ. παρὰ Τζέτζ. Ἱστ. 7. 422.
Greek Monolingual
ἱμαντομάχος, -ον (Μ)
αυτός που αγωνίζεται με ιμάντες πυγμαχίας, ο πυγμάχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ροπαλομάχος, σφαιρομάχος].