ὑπεικτέον
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
one must give way or yield, S.Aj.668, Pl.Cri.51b.
German (Pape)
[Seite 1184] adj. verh. von ὑπείκω, man muß oder darf weichen, nachgeben; Soph. Ai. 653; Plat. Crit. 57 b, neben ἀναχωρητέον.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεικτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ὑπείκω, πρέπει τις νὰ ὑποχωρήσῃ, νὰ ἐνδώσῃ, Σοφ. Αἴ. 668, Πλάτ. Κρίτ. 51Β.
Greek Monotonic
ὑπεικτέον: ρημ. επίθ., αυτο στο οποίο κάποιος πρέπει να ενδώσει, υποταχθεί, σε Σοφ., Πλάτ.