χθονοτρεφής

From LSJ
Revision as of 16:50, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χθονοτρεφής Medium diacritics: χθονοτρεφής Low diacritics: χθονοτρεφής Capitals: ΧΘΟΝΟΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: chthonotrephḗs Transliteration B: chthonotrephēs Transliteration C: chthonotrefis Beta Code: xqonotrefh/s

English (LSJ)

ές, bred from earth, ἐδανόν A.Ag.1407 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1355] ές, von der Erde, vom Lande genährt, Aesch. Ag. 1381.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
nourri par la terre.
Étymologie: χθών, τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

χθονοτρεφής: произведенный землей, земной (ἐδανὸν ἢ ποτόν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

χθονοτρεφής: -ές, ὁ ἐκ τῆς γῆς τραφεὶς ἢ τρεφόμενος, χθονοτρεφὲς ἐδανὸν ἢ ποτὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1407.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που τρέφεται από τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + -τρεφής (< τρέφω), πρβλ. ἀνεμοτρεφής, ὑδατοτρεφής].

Greek Monotonic

χθονοτρεφής: -ές (τρέφω), αυτός που τρέφεται από τη γη, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

χθονο-τρεφής, ές τρέφω
bred from earth, Aesch.