ἑκαταβόλος
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
ον, Dor. for ἑκατηβ-, Terp.2, Tim.Pers.249.
Russian (Dvoretsky)
ἑκατᾱβόλος: дор. = ἑκατηβόλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾰτᾱβόλος: -ον, Δωρ. ἀντὶ ἑκατηβόλος, Πίνδ.
English (Slater)
ἑκατᾱβόλος, -ον far-shooting ἑκαταβόλων Μοισᾶν ἀπὸ τόξων (join with Μοισᾶν. Σ.) (O. 9.5) pro subs. as epithet of Apollo, τὺ δ, Ἑκαταβόλε, (P. 8.61) τὰν Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ' Ἑκαταβόλου συμβουλίαν λαβών fr. 2. 2.