λεπτοσύνθετος

From LSJ
Revision as of 03:00, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτοσύνθετος Medium diacritics: λεπτοσύνθετος Low diacritics: λεπτοσύνθετος Capitals: ΛΕΠΤΟΣΥΝΘΕΤΟΣ
Transliteration A: leptosýnthetos Transliteration B: leptosynthetos Transliteration C: leptosynthetos Beta Code: leptosu/nqetos

English (LSJ)

ον, of fine texture, καλύμματα Antiph.52.10.

German (Pape)

[Seite 31] fein zusammengesetzt, καλύμματα Antiphan. bei Ath. X, 449 c.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτοσύνθετος: -ον, ἔχων λεπτὴν ὑφήν, λεπτὴν κατασκευήν, καλύμματα Ἀντιφ. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 10.

Greek Monolingual

λεπτοσύνθετος, -ον (Α)
κατασκευασμένος ή συντεθειμένος με λεπτότητα, λεπτοκατασκευασμένος.