μουσῳδός
From LSJ
English (LSJ)
όν, (ᾠδή) singing, making music, Man.5.143.
German (Pape)
[Seite 212] singend, dichtend, Maneth. 5, 143.
Greek (Liddell-Scott)
μουσῳδός: -όν, (ᾠδὴ) μελῳδός, μουσουργός, Μανέθων 5. 143.
Greek Monolingual
μουσῳδός, -όν (Α)
μελωδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. τραγῳδός].