μολυβδόδετος
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ον, fastened with lead, ἐσχάραι Poll.6.88.
German (Pape)
[Seite 200] mit Blei gebunden, umzogen, Poll. 6, 88.
Greek Monolingual
μολυβδόδετος και μολιβδόδετος, -ον (Α)
δεμένος, στερεωμένος με μόλυβδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -δετός (< δέω (ΙΙ) «δένω»), πρβλ. κισσόδετος, χαλκόδετος].