ἑπτάγλωσσος
From LSJ
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
English (LSJ)
ον, seven-toned, φόρμιγξ Pi.N.5.24.
German (Pape)
[Seite 1012] φόρμιγξ, siebenzüngig, d. i. siebenstimmig, od.- faitig, Pind. N. 5, 24.
Russian (Dvoretsky)
ἑπτάγλωσσος: семиязычный, т. е. семиструнный (φόρμιγξ Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑπτάγλωσσος: -ον, ἑπτάφθογγος, ἑπτάτονος, φόρμιγξ Πινδ. Ν. 5. 43.
English (Slater)
ἑπτᾰγλωσσος, -ον seven voiced φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων ἁγεῖτο παντοίων νόμων (cf. ἑπτάκτυπος) (N. 5.24)
Greek Monolingual
ἑπτάγλωσσος, -ον (Α)
(για φόρμιγγα) με επτά τόνους («φόρμιγγ’ Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων», Πίνδ.).