βιοθάλμιος

From LSJ
Revision as of 14:39, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῐοθάλμιος Medium diacritics: βιοθάλμιος Low diacritics: βιοθάλμιος Capitals: ΒΙΟΘΑΛΜΙΟΣ
Transliteration A: biothálmios Transliteration B: biothalmios Transliteration C: viothalmios Beta Code: bioqa/lmios

English (LSJ)

ον, (θάλλω) strong, hale, h. Ven.189.

Spanish (DGE)

-ον fuerte, robusto, ἀνήρ h.Ven.189.

German (Pape)

[Seite 445] ἀνήρ, lebenskräftig, H. h. Ven. 190.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la vie est dans sa fleur, càd fort, robuste.
Étymologie: βίος, θάλλω.

Russian (Dvoretsky)

βιοθάλμιος: в цвете лет, цветущий (ἀνήρ HH).

Greek (Liddell-Scott)

βιοθάλμιος: -ον, (θάλλω) ζωηρός, ἀκμαῖος, θάλλων, βιοθάλμιος ἀνὴρ γίγνεται Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφροδ. 190.

Greek Monolingual

βιοθάλμιος, -ον (Α)
θαλερός, ακμαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + θάλλω «ακμάζω, ευτυχώ»].

Greek Monotonic

βῐοθάλμιος: -ον (θάλλω), ζωηρός, ακμαίος, σφριγηλός, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

θάλλω
lively, strong, hale, Hhymn.