πιθανολόγημα

From LSJ
Revision as of 15:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐθᾰνολόγημα Medium diacritics: πιθανολόγημα Low diacritics: πιθανολόγημα Capitals: ΠΙΘΑΝΟΛΟΓΗΜΑ
Transliteration A: pithanológēma Transliteration B: pithanologēma Transliteration C: pithanologima Beta Code: piqanolo/ghma

English (LSJ)

ατος, τό, probable argument, Sch.E.Hec. 258.

Greek (Liddell-Scott)

πιθανολόγημα: τό, λόγος πιθανός, πιθανολογία, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. σ. 255.

Greek Monolingual

το, ΝΑ πιθανολογώ
1. πιθανός λόγος ή γνώμη για την πιθανότητα ενός πράγματος
2. επιχείρημα που βασίζεται σε πιθανότητες.