μετεωρέω
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
English (LSJ)
= μετεωρίζομαι, ηὐξήθη καὶ μετεωρεῖν ἤρξατο Ph.1.130.
German (Pape)
[Seite 159] als v.l. für μετεωρίζω an einigen Stellen, aber falsch.
Greek (Liddell-Scott)
μετεωρέω: μετεωρίζω, Φίλων Ι, 130, 7, κλ.