λινόστολος
From LSJ
νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up
English (LSJ)
ον, clad in linen, B.18.43, Hymn.Is. 1.
German (Pape)
[Seite 50] in Leinwand gekleidet, Orac. Sib.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνόστολος: -ον, ἐνδεδυμένος λινᾶ ἐνδύματα, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 1028. 1, πρβλ. Χρησμ. Σιβυλλ. 5. 491.
Greek Monolingual
λινόστολος, -ον (Α)
ντυμένος με λινά ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -στολος (< στολή), πρβλ. εύστολος, λευκό-στολος].